καρυδέλαιο

καρυδέλαιο
και καρυέλαιο και καρυδόλαδο, το
λάδι που εξάγεται από τη ψίχα τών καρυδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρύδι + -έλαιον (< έλαιον), πρβλ. δαφν-έλαιον, λυχν-έλαιον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καρυδέλαιο — καρυδέλαιο, το και καρυδόλαδο, το το λάδι που βγαίνει από την ψίχα των καρυδιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ελαιογραφία — Τεχνική της ζωγραφικής που διαδόθηκε από τον 15o αι. και έχει επικρατήσει έως τη σύγχρονη εποχή. Δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένο πότε και πού πρωτοεμφανίστηκε. Ο Βαζάρι αποδίδει την ε. στον Γιαν Βαν Άικ και υποστηρίζει ότι ήταν ο πρώτος ο οποίος… …   Dictionary of Greek

  • καρυέλαιο — το το καρυδέλαιο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + ἔλαιον] …   Dictionary of Greek

  • καρυδόλαδο — το το καρυδέλαιο* …   Dictionary of Greek

  • καρύινος — η, ο (AM καρύϊνος, ΐνη, ον) ο κατασκευασμένος από ξύλο καρυδιάς, ο καρυδένιος μσν. το θηλ. ως ουσ. ἡ καρυΐνη στενή στάμνα αρχ. 1. αυτός που προέρχεται από καρύδι («καρύϊνον ἔλαιον» το καρυδέλαιο, Γαλ.) 2. φρ. «καρύϊνος οἶνος» οίνος που παραγόταν… …   Dictionary of Greek

  • καρυδόλαδο — το βλ. καρυδέλαιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”